- προκελευσματικός
- -ή, -ό / προκελευσματικός, -ή, -όν, ΝΑ [προκελεύω]1. παρορμητικός, προτρεπτικός2. φρ. «προκελευσματικός πους»(μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβέςαρχ.(μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» — ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβέςβ) «προκελευσματικὸς ἁπλοῡς» — ο πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβέςγ) «προκελευσματικὸς ῥυθμός» — ο ρυθμός που αποτελείται από προκελευσματικούς πόδες και μέτραδ) «προκελευσματικὸν μέτρον» — το μέτρο που αποτελείται από προκελευσματικούς πόδες.
Dictionary of Greek. 2013.