προκελευσματικός

προκελευσματικός
-ή, -ό / προκελευσματικός, -ή, -όν, ΝΑ [προκελεύω]
1. παρορμητικός, προτρεπτικός
2. φρ. «προκελευσματικός πους»
(μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές
αρχ.
(μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» — ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές
β) «προκελευσματικὸς ἁπλοῡς» — ο πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές
γ) «προκελευσματικὸς ῥυθμός» — ο ρυθμός που αποτελείται από προκελευσματικούς πόδες και μέτρα
δ) «προκελευσματικὸν μέτρον» — το μέτρο που αποτελείται από προκελευσματικούς πόδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκελευσματικός — proceleusmatic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικοῖς — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικοῦ — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικούς — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικῶν — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικῷ — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικόν — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прокелевзматик — ПРОКЕЛЕВЗМА´ТИК (греч. προκελευσματικός, от προκελεύω погоняю вперед) см. дипиррихий …   Поэтический словарь

  • proceleusmático — ► sustantivo masculino POESÍA Pie de la poesía griega y latina, formado por dos pirriquios. * * * proceleusmático (del lat. «proceleusmatĭcus pes», del gr. «prokeleusmatikós») m. Métr. *Pie de la poesía griega y latina compuesto de dos pirriquios …   Enciclopedia Universal

  • τετράβραχυς — άχεος, ὁ, ΜΑ μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βραχύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”